- ἐπιέλπομαι
- ἐπϊέλπομαι , ἐπέλπομαιhave hopes ofpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιέλπομαι — ἐπιέλπομαι (Α) ποιητ. τ. τού επέλπομαι* … Dictionary of Greek
ἐπιέλπομ' — ἐπϊέλπομαι , ἐπέλπομαι have hopes of pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επέλπομαι — ἐπέλπομαι και επικ. τ. ἐπιέλπομαι (Α) ελπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ»] … Dictionary of Greek